λαύρα

λαύρα
λαύρα
Grammatical information: f.
Meaning: `narrow street, narrow passage, alley, quarter' (Il.; on the meaning in Hom. Wace JournofHell Stud. 71, 209).
Other forms: ion. -ρη
Compounds: διάλαυρος οἰκία μεγάλη πανταχόθεν λαύραις διειλημμένη H.
Derivatives: From it perh. (after the dugout passages?) Λαύρειον (-εον, -ιον) n. mountain in Attica with famous silvermines (Hdt., Th.); in H. also λαῦρον μέταλλον ἀργύρου παρὰ Άθηναίοις (correct?). Adj. Λαυρε(ι)ωτικός `belonging to Λ.' (Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The usual connection with λᾶας `stone' is wrong (as this word did not have a -w-; s. v.) and further connected with Alb. lerë, -a `stones etc.'. Doubts already in Schwyzer 481 a. 578 n. 1. The word is no doubt Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,91

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαύρα — λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc/acc dual λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρᾳ — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρα — η μοναστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρας — λαύρᾱς , λαύρα alley fem acc pl λαύρᾱς , λαύρα alley fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραι — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραν — λαύρᾱν , λαύρα alley fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρέων — λαύρα alley fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρῶν — λαύρα alley fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαῦραι — λαύρα alley fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”